Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας όμορφος κύκνος, που είχε δύο μικρά κυκνάκια. Ο κύκνος αγαπούσε πάρα πολύ τα κυκνάκια του και ήθελε να βρίσκεται συνέχεια κοντά τους. Τα προστάτευε από τα άλλα ζώα, τα φρόντιζε καθημερινά, έπαιζε μαζί τους στη λίμνη, τους μάθαινε να γράφουν και να διαβάζουν, τους γέμιζε γνώσεις για τον κόσμο που τα περιβάλλει και τα συμβούλευε για τους κινδύνους της λίμνης και του δάσους.
Οι ημέρες κυλούσαν όμορφα στη λίμνη κι ο κύκνος με τα κυκνάκια του ήταν πολύ ευτυχισμένος. Ένα ηλιόλουστο πρωινό που όλοι μαζί έκαναν περίπατο στο δάσος, ο κύκνος σκέφτηκε ότι θα ήταν πολύ όμορφο να είχαν στην παρέα τους κι άλλα μικρά κυκνάκια, που θα γινόντουσαν φίλοι με τα παιδάκια του και θα παίζανε όλα μαζί στην όμορφη λίμνη τους. Την ιδέα του τη μοιράστηκε με τα μικρά του, τα οποία μόλις την άκουσαν πέταξαν από τη χαρά τους.
Την επόμενη κιόλας ημέρα, ο κύκνος με τα μικρά του ξεκίνησαν από νωρίς να βρουν άλλα μικρά κυκνάκια για να παίξουν και να διασκεδάσουν μαζί τους. Πράγματι, μέσα σε λίγη ώρα η παρέα είχε μεγαλώσει. Φωνές και γέλια ακούγονταν από παντού γεμίζοντας έτσι τη λίμνη από ζωή κι ευτυχία. Από τότε και κάθε μέρα, όλα τα μικρά κυκνάκια μαζεύονταν στη λίμνη και έπαιζαν με τα κυκνάκια του κύκνου.
Τα χρόνια περνούσαν και τα παιδάκια του κύκνου μεγάλωσαν κι ήρθε η μεγάλη στιγμή να τα αποχωριστεί. Ο κύκνος ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να κρατήσει τα μικρά του για πάντα κάτω από τις φτερούγες του κι ότι θα ερχόταν κάποια στιγμή η ημέρα που θα τα αποχωριζόταν. Τους είχε ήδη μάθει τόσα πολλά! Τώρα έπρεπε να τα αφήσει να ανοίξουν τα φτερά τους και να πετάξουν ψηλά, χαράζοντας τη δική τους πορεία.
Η μεγάλη στιγμή είχε φτάσει. Ο κύκνος ήταν ευτυχισμένος. Μπροστά του πλέον είχε δύο πανέμορφους κύκνους που με τόση αγάπη είχε μεγαλώσει. Οι δύο κύκνοι στάθηκαν απέναντί του και τα υγρά τους μάτια τού έλεγαν ένα μεγάλο Σ΄ΑΓΑΠΩ, ενώ όλο τους το σώμα ξεχείλιζε από σεβασμό και ευγνωμοσύνη. Με μία κίνηση οι κύκνοι γεμάτοι αυτοπεποίθηση φούσκωσαν το στήθος τους, άνοιξαν τα φτερά τους και πέταξαν πολύ ψηλά. Ο Κύκνος γεμάτος περηφάνια και με δάκρυα χαράς στα μάτια έμεινε να τους κοιτά, καθώς απομακρύνονταν.
Δίπλα του στέκονταν κι όλη η παρέα της λίμνης που πλέον αποτελούνταν από πολλούς μικρούς κύκνους. Ο Κύκνος κοίταξε όλα αυτά τα μικρά κυκνάκια που βρίσκονταν γύρω του και σκέφτηκε ότι είχε ακόμα μέσα του πολλή αγάπη για να δώσει. Έτσι, αποφάσισε να συνεχίσει να μαζεύει τα κυκνάκια κάθε μέρα στη λίμνη μοιράζοντάς τους αγάπη, φροντίδα, ζεστασιά και γεμίζοντάς τα με γνώσεις κι εμπειρίες. Με αυτόν τον τρόπο θα τα προετοίμαζε για τη στιγμή που θα άνοιγαν κι αυτά τα φτερά τους και θα πέταγαν ψηλά, γεμίζοντάς τον χαρά και θαυμασμό.
Ο Κύκνος γνώριζε ότι θα έπρεπε κάθε τόσο να αποχωρίζεται και κάποιο κυκνάκι, ενώ κάποιο άλλο θα έπαιρνε την θέση του στην όμορφη παρέα «των μικρών κύκνων». Όμως γνώριζε ότι σκοπός της ζωής του ήταν να μοιράζει αγάπη.... κι αυτό τον έκανε ευτυχισμένο!
© 2015 Οι Μικροί Κύκνοι | All rights reserved
site by siganosalexandros